- Συχέμ
- Сихем (1. сын Еммора, князь города Сихем; 2. город в Самарии); см. евр. (שְׂכֶם).
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
NEBILAS — apud Beniaminem Itinerar. Sichemest. Sic enim is Nebilas et Sichem, oppid. Samariae olim celebre, alias Sichar quoque, quod a Samaria distabat, duo milliaria, seu duas leucas, ut Arias Montanus, apud Beniaminem Tudelensem vertit. Atque ita quidem … Hofmann J. Lexicon universale
Εμμώρ ο Ευβαίος — Βιβλικό πρόσωπο. Αναφέρεται ως άρχοντας στη γη Χαναάν. Σκοτώθηκε μαζί με τον γιο του, Συχέμ, και όλο τον αρσενικό πληθυσμό της χώρας, από τον Συμεών και τον Λευί, τους γιους του Ιακώβ, γιατί ο γιος του ατίμασε την αδελφή τους … Dictionary of Greek
Ευαίοι — Βιβλικός λαός. Κατοικούσε στη Συχέμ, την εποχή του πατριάρχη Ιακώβ. Οι Ε. αναφέρονται με τους Αμορραίους, τους Χετταίους, τους Φερεζαίους και τους Ιεβουσαίους. Ως λαός διατηρήθηκαν και μετά την εποχή του Σολομώντα, αργότερα όμως αφομοιώθηκαν από… … Dictionary of Greek
Ιωσήφ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 1755). Μητροπολίτης Τυρνόβου (1714 22) και έξαρχος Βουλγαρίας. Καταγόταν από τα Ιωάννινα. Όταν παραιτήθηκε από τη θέση του μητροπολίτη (1722) πήγε στο Βουκουρέστι, όπου έζησε δύο χρόνια,… … Dictionary of Greek